1. Αθανασάτου Ιωάννα, Η οπτική του φύλου στο έργο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Η σκηνοθετική εργασία και το ανανεωτικό βλέμμα του Σπύρου Ευαγγελάτου σε ένα ευρύ φάσμα έργων του παγκόσμιου δραματολογίου, καθώς και οι θεματικές και αισθητικές αναζητήσεις του “Αμφιθεάτρου” μελετώνται ως πρoς μια ιδιαίτερη πτυχή, εκείνη της οπτικής του φύλου. Διερευνάται στα πλαίσια μιας διεπιστημονικής προσέγγισης, πώς οι επιλογές τών έργων, το ερμηνευτικό και υποκριτικό στίγμα με κεντρική αναφορά στις ερμηνείες της ηθοποιού, σκηνοθέτιδος και συνιδρύτριας του Αμφιθεάτρου Λήδας Τασοπούλου, καθώς και άλλα στοιχεία τής θεατρικής πράξης αναδεικνύουν το έμφυλο στοιχείο. Ενδεικτικά οι έμφυλες αναγνώσεις αφορούν τίς παραστάσεις Ηλέκτρα (1991), Θεοφανώ (1996), Ιφιγένεια εν Ληξουρίω (1980), Εκκλησιάζουσες (1998), Τό πένθος ταιριάζει στήν Ηλέκτρα (1995).
2. Αλεξιάδου Σοφία, Μάνφρεντ, Νόρμα, Μήδεια, Ηλέκτρα: οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου στις σκηνοθεσίες του Σπύρου Ευαγγελάτου.
Η καριέρα του Σπύρου Ευαγγελάτου στο θέατρο ξεδιπλώθηκε, ως επί το πλείστον, σε με εποχή που το επάγγελμα του θεατρικού φωτιστή δεν είχε ακόμη ευδοκιμήσει στην Ελλάδα. Ο ίδιος, σπουδαίος συνήγορος της τέχνης του φωτισμού ως οργανικό κομμάτι της παράστασης, αισθάνθηκε νωρίς την ανάγκη να υπερασπιστεί αυτό τον τομέα. Οι φωτισμοί, αναπόσπαστο κομμάτι της θεατρικής πράξης, πραγματώνονταν είτε από τον ίδιο τον Ευαγγελάτο σε συνεργασία με τον εκάστοτε ηλεκτρολόγο του θεάτρου είτε μέσω της συνεργασίας του με τον πιο κοντινό του συνεργάτη το σπουδαίο σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα. Οι σκηνογραφίες του Πάτσα είχαν σε μεγάλο βαθμό το σχεδιασμό φωτισμού, μέσω των σκηνογραφικών επιλογών, ενταγμένο στη σκηνική πράξη. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και με τη συνεχώς αυξανόμενη παρουσία διευθυντών φωτογραφίας στις θεατρικές σκηνές, ο Σπύρος Ευαγγελάτος ξεκινά να συνεργάζεται με φωτιστές για το ανέβασμα των παραστάσεων του. Στην παρούσα εισήγηση, θα ασχοληθούμε με τις παραστάσεις που ο Σπύρος Ευαγγελάτος συνεργάστηκε με το Λευτέρη Παυλόπουλο. Ο Παυλόπουλος συνεργάστηκε με τον Ευαγγελάτο στο Μάνφρεντ, τη Νόρμα, τη Μήδεια και την Ηλέκτρα. Οι θεατρικές ιστορίες ενός άνδρα και τριών γυναικών έφεραν κοντά τους δύο δημιουργούς που σε συνεργασία με το σκηνογράφο καταδεικνύουν την οργανική σχέση σκηνοθεσίας-σκηνογραφίας-φωτισμών για την ουσιαστική διαδικασία του θεατρικού ανεβάσματος.
3. Αλτουβά Αλεξία, Σπύρος Α. Ευαγγελάτος και Luca Ronconi. Εκλεκτικές συγγένειες δύο πρωτοπόρων του θεάτρου.
Η ανακοίνωση θα εστιάσει στο έργο και την καλλιτεχνική πορεία δύο εμβληματικών σκηνοθετών της γενιάς τους, του Luca Ronconi και του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, ο καθένας των οποίων υπήρξε καθοριστικός ως προσωπικότητα και καλλιτεχνική παρουσία για την εξέλιξη της θεατρικής τέχνης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Μεγαλύτερη έμφαση θα δοθεί στις παραστάσεις που σηματοδότησαν τη δυναμική της θεατρικής τους πορείας – Orlando furioso σε σκηνοθεσία Luca Ronconi και Ερωτόκριτος σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου – καθώς αντικατοπτρίζουν την θεώρησή τους για την τέχνη του θεάτρου, και θα ανιχνευθούν πιθανές ομοιότητες στις σκηνοθετικές προσεγγίσεις και παραστασιακές αποδόσεις των δύο έργων. Επιπλέον θα αντιπαραβληθούν και άλλες πτυχές της καλλιτεχνικής τους δράσης και προσφοράς σε πεδία σχετικά με τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, την όπερα και τη συμβολή και των δύο σε κορυφαίους πολιτιστικούς φορείς όπως το Teatro Piccolo και το Αμφιθέατρο, καθώς και σε θέματα ανανέωσης ρεπερτορίου, ανάδειξης της κλασικής δραματουργίας, εισαγωγής σκηνοθετικών καινοτομιών κλπ. Στόχος της ανακοίνωσης είναι μέσα από τη συγκριτική προσέγγιση των δύο προσωπικοτήτων να διερευνήσει και να αναδείξει νέες πτυχές του καλλιτεχνικού κυρίως έργου του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου και της θέσης που κατέχει στο ευρωπαϊκό θεατρικό γίγνεσθαι της εποχής του αλλά διαχρονικά στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου.
4. Αντωνίου Μιχαέλα, Από την Ηλέκτρα του Εθνικού (1972) στην Ηλέκτρα του Αμφι-Θεάτρου (1991). Στόχοι και επιλογές στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία.
Η παρούσα εισήγηση θα εστιάσει στα δυο ανεβάσματα της Ηλέκτρας του Σοφοκλή από τον Σπύρο Α. Ευαγγελάτο, το πρώτο το καλοκαίρι του 1972 στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου από το Εθνικό Θέατρο και το δεύτερο, σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, το 1991, επίσης στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου, αυτή τη φορά από το Αμφι-Θέατρο. Στόχος της εισήγησης είναι, πρώτον, να ανιχνευθούν και να αναλυθούν οι καινοτομίες που πρότεινε ο Ευαγγελάτος στην πρώτη του εμφάνιση στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου· δεύτερον, να καταδειχθούν οι τρόποι της εκ νέου προσέγγισης (revisit) του ίδιου κειμένου το 1991· και, τρίτον, να γίνει μια συγκριτική ανάλυση των δυο προσεγγίσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις χρονοτοπικές, κοινωνικοπολιτικές και θεσμικές παραμέτρους που αντιπροσωπεύει το κάθε ανέβασμα καθώς και τις σημαντικές ποιοτικές διαφοροποιήσεις που επιφέρουν οι διαφορετικές διανομές στη σκηνοθετική και υποκριτική προσέγγιση.
5. Βαρζελιώτη Γωγώ, Ο Φορτουνάτος του Μαρκαντώνιου Φόσκολου και οι Φορτουνάτοι του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου
Ο Φορτουνάτος του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου αποτέλεσε έργο-σταθμό στη σκηνοθετική διαδρομή του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου. Ήταν η πρώτη του σκηνοθεσία, όταν το 1961, φοιτητής ακόμα, ίδρυσε τη Νεοελληνική Σκηνή και η παράσταση με την οποία εγκαινίασε το Αμφι-θέατρο στην Πλάκα το 1984 - μια παράσταση που αποτελεί σημείο αναφοράς για τη σκηνική του αισθητική αλλά και σημαντικό τεκμήριο για την εξέταση της σκηνοθετικής του μεθόδου και του τρόπου με τον οποίο προσέγγιζε τα κείμενα της πρώιμης νεοελληνικής δραματουργίας. Ο Ευαγγελάτος παρεμβαίνει με τόλμη στο έργο, λειαίνει τα δραματουργικά προβλήματα του Φορτουνάτου και αναδεικνύει τα δυνατά του σημεία, διασκευάζει, αφαιρεί, συμπληρώνει και ξαναγράφει, κάνοντας την αρχή για την εκ νέου ανάγνωση των κειμένων του κρητικού και επτανησιακού θεάτρου και την καθιέρωσή τους στη σύγχρονη σκηνή.
6. Βελιώτη Μαρία, Το Έπος του Διγενή Ακρίτη σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου: Τα «μαγικά» της θεατρικής σύνθεσης.
Το Έπος του Διγενή Ακρίτη ανέβηκε σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου στο Αμφιθέατρο τον χειμώνα 1989-1990 σε πανελλήνια πρώτη παρουσίαση, η οποία -απ’ όσο επιτρέπει η μέχρι τώρα έρευνα- φαίνεται να έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από το κοινό. Το μακροσκελές ποίημα, πιθανότατα του 12ου αιώνα, έργο άγνωστου δημιουργού, ζωντάνεψε στη θεατρική σκηνή διατηρώντας αλώβητη την γλωσσική πρωτοτυπία του. Το θεατρικό κείμενο στηρίχθηκε στην κριτική έκδοση του χειρογράφου της βιβλιοθήκης του Εσκοριάλ και η δραματουργική προσαρμογή του συνίστατο σε λίγες μόνο επεμβάσεις που επισημαίνονται στο πρόγραμμα της παράστασης. Στόχος ήταν, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, η γλώσσα του έργου να λειτουργήσει για τον θεατή «μαγικά». Έχοντας ως αφετηρία τη σκέψη αυτή θα επιχειρήσουμε στην παρούσα ανακοίνωση να ανακαλύψουμε μέσω της ερευνητικής πλέον οδού, δεδομένου ότι το κείμενο της παράστασης δημοσιεύεται σκοπίμως χωρίς σκηνοθετικές υποδείξεις, τα στοιχεία εκείνα που λειτουργώντας «μαγικά» μετουσίωσαν το ηρωικό έπος σε θεατρική παράσταση με τη βοήθεια των αναλυτικών εργαλείων της ανθρωπολογικής σκευής.
7. Βουτζουράκη Αλεξάνδρα, «Η τρέλα η πολλή είναι εξαίσια λογική- στα μάτια που γνωρίζουν να διακρίνουν». Οι μαινόμενοι της σκηνής υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Σπ. Ευαγγελάτου.
Στις σχεδόν έξι δεκαετίες σκηνοθετικής του δράσης ο Σπ. Ευαγγελάτος άγγιξε σχεδόν όλα τα είδη θεάτρου και ταξίδεψε σκηνοθετικά μέσα στον χώρο και τον χρόνο αναζητώντας και αναδεικνύοντας ξεχασμένες γωνιές αλλά και επανερμηνεύοντας τα πιο δημοφιλή έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Στο ταξίδι του αυτό συχνά συναντήθηκε με ρόλους που είχαν εξ’ αρχής είτε ανέπτυξαν στην πορεία του έργου κάποια μορφή ψυχοπαθολογίας (όπως π.χ. στα έργα Άμλετ, Μαρία Δοξαπατρή, Η δούκισσα του Μάλφι, Βόυτσεκ, Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, Βρυκόλακες κ.α.) Στην παρούσα εισήγηση μελετήθηκαν και παρουσιάζονται οι σκηνοθετικές επιλογές του Σπύρου Ευαγγελάτου στην προσέγγιση και σκηνική απόδοση των ρόλων αυτών. Υπάρχουν κοινά στοιχεία και πως διαφοροποιείται η ματιά του ανάλογα με το είδος του έργου, το φύλλο του ήρωα, το είδος της ψυχοπαθολογίας; Έχει προσεγγίσει «μαινόμενους» ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου (Τίτος Ανδρόνικος, Ερωφίλη, Μήδεια, Ηλέκτρα, Δεσποινίδα Τζούλια) μέσα από μια πιο ψυχολογιοποιημένη ματιά; Πως εκμεταλλεύεται το στοιχείο της τρέλας στις κωμωδίες του (Τρελοί της Βαλένθια, Ιφιγένεια εν Ληξουρίω); Εν τέλει πως αξιοποιεί, ενσωματώνει και εκμεταλλεύεται τις θεωρίες υποκριτικής και σκηνοθεσίας του 20ου αιώνα (από την ψυχολογική προσέγγιση, στην μπρεχτική αποστασιοποίηση, τον εξπρεσιονισμό και το στυλιζάρισμα του θεάτρου της Ανατολής) σε ένα εύρος διαφορετικών έργων, ειδών και ρόλων όταν καλούνταν να διαχειριστεί το ευαίσθητο ζήτημα της τρέλας, ευαίσθητο τόσο κοινωνικά όσο και αισθητικά, δεδομένων των απαιτήσεων και των προκλήσεων που αυτό επιτάσσει τόσο στον σκηνοθέτη όσο και στον ηθοποιό;
8. Γεωργακάκη Κωνστάντζα, Ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος Γενικός Διευθυντής της ΕΛΣ (1984-1987).
Ο Σπύρος A. Ευαγγελάτος, έχοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στο λυρικό θέατρο, λόγω οικογενειακής παράδοσης, αποδέχτηκε την πρόταση της Υπουργού Πολιτισμού ν’ αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής την τριετία 1984-1987, μια περίοδο κατά την οποία ο οργανισμός ταλανιζόταν από σειρά διοικητικών και οικονομικών προβλημάτων. Ο Γιώργος Κουρουπός, τον οποίο διαδέχθηκε, είχε κάνει λόγο για ανάγκη ριζικών αλλαγών στη Λυρική Σκηνή. Ο Ευαγγελάτος, αφού απέδειξε, κατά τη διάρκεια της πετυχημένης διεύθυνσης του ΚΘΒΕ (1977-1980), ότι μπορεί ν’ αναμετρηθεί με δύσκολες καταστάσεις, προσπάθησε να αναδιοργανώσει την ΕΛΣ και να δώσεις λύσεις. Στο διάστημα αυτό, έκανε μια σειρά ενεργειών για την προβολή του σύγχρονου ελληνικού οπερατικού έργου (ανέβηκε σε παγκόσμια πρώτη η δίπρακτη όπερα του Μ. Θεοδωράκη Κώστας Καρυωτάκης) καθώς και την προώθηση της ελληνικής οπερέτας (έγινε η πρώτη παρουσίαση των Απάχηδων των Αθηνών του Ν. Χατζηαποστόλου). Με την αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού της ΕΛΣ παρουσιάστηκαν, για πρώτη φορά, στη σκηνή του θεάτρου Ολύμπια, ιδιαίτερα απαιτητικές όπερες (Χέντελ, Ιούλιος Καίσαρ, Μότσαρτ, Η Μεγαλοψυχία του Τίτου) ενώ, παράλληλα, έγιναν προσπάθειες για την ανανέωσή του με την ένταξη σε αυτό νέων καλλιτεχνών, που εργάζονταν εκτός Ελλάδος (Λ. Καρυτινός). Ταυτόχρονα, προσπαθώντας να συνεχίσει το έργο, που είχε ξεκινήσει στο παρελθόν, επανήλθε στη δημιουργία της Όπερας Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Δήμο της πόλης. Η ανακοίνωση θα αναζητήσει τη στρατηγική, την οποία ακολούθησε ο Ευαγγελάτος για την διεύθυνση του οργανισμού, θα αξιολογήσει τις επιλογές του και θα εξετάσει τη συμβολή της πολιτείας στο διοικητικό έργο του.
9. Γεωργοπούλου Βαρβάρα, Μια περιπλάνηση στην αισχυλική ενδοχώρα: Η αντίστροφη Ορέστεια του Σπ. Ευαγγελάτου.
Ο Σπ. Ευαγγελλάτος παρουσίασε την αισχυλική τριλογία Ορέστεια αρχίζοντας από τις Ευμενίδες (1986) και καταλήγοντας στον Αγαμέμνονα (1988). Το 1990 παρουσίασε ολόκληρη την Ορέστεια στην Επίδαυρο, που αποτελεί και την τελευταία παράσταση της τριλογίας στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα σε ανοικτό χώρο. Ο ίδιος εξηγώντας την επιλογή της αντίστροφης πορείας υποστηρίζει ότι θεωρεί τις Ευμενίδες το «κλειδί» για την κατανόηση της τριλογίας, «το σημείο που διαθλάται η λογική των πραγμάτων», ενώ στις μέχρι τότε παραστάσεις οι Ευμενίδες «αποτελούσαν ένα αφώτιστο σημείο». Η εισήγηση αναφέρεται στις προαναφερθείσες παραστάσεις σε σχέση με τις γενικότερες απόψεις του σκηνοθέτη για την αναβίωση του αρχαίου δράματος, την αισθητική και ιδεολογικής διάσταση της σκηνικής ερμηνείας σε σύγκριση με τις προηγούμενες παραστάσεις της τριλογίας στην Ελλάδα, καθώς την πρόσληψη των παραστάσεων από την κριτική.
10. Γεωργοπούλου Ξένια, Ο Σπύρος Ευαγγελάτος και η αναγέννηση της Αναγέννησης.
O Σπύρος Ευαγγελάτος ήταν εκείνος που ανέβασε στην ελληνική σκηνή το ελληνικό θέατρο της εποχής της Αναγέννησης, με έργα του κρητικού και επτανησιακού θεάτρου, όπως ο Φορτουνάτος του κρητικού Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου και η Ευγένa του ζακυνθινού Θεόδωρου Μοντσελέζε. Κι ακόμη σκηνοθέτησε έργα μεγάλων ευρωπαίων δραματουργών της εποχής που δεν είχαν ξαναπαιχτεί στην Ελλάδα, όπως τους Τρελλούς της Βαλένθια του Λόπε ντε Βέγκα και τον Τίτο Ανδρόνικο του Γουίλλιαμ Σαίξπηρ, ένα έργο που παίζεται σπάνια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, ακόμη και στην ίδια τη γενέτειρα του συγγραφέα. Ωστόσο ο Σπύρος Ευαγγελάτος δεν υπήρξε τολμηρός μόνο ως προς την επιλογή πολλών από τα έργα που ανέβασε, αλλά συχνά και ως προς τη σκηνοθετική του γραμμή, σε παραγωγές εντός και εκτός του Αμφι-θεάτρου του, μια γραμμή που το κοινό, ή ακόμη και οι κριτικοί, δεν ήταν πάντα έτοιμοι να (υπο)δεχτούν. Το κείμενο αυτό επικεντρώνεται σε κάποιες από τις πιο τολμηρές παραγωγές του σκηνοθέτη, από τους Τρελλούς της Βαλένθια και τον Τίτο Ανδρόνικo του Αμφι-θεάτρου ως τον Οθέλλο του Εθνικού, εστιάζοντας στο πώς ο σκηνοθέτης επιχείρησε κάθε φορά μια αναγέννηση της αναγεννησιακής δραματουργίας, είτε με την προσφορά ενός αγνώστου έργου στο κοινό είτε με μια νέα προσέγγιση ενός δημοφιλούς έργου της εποχής.
11. Δαμασκηνός Μάνος, Πέρσες (1978): Η αισχύλεια τραγωδία σε σκηνοθεσία Σπύρου Α. Ευαγγελάτου στο Κ.Θ.Β.Ε. μέσα από το βλέμμα της θεατρικής κριτικής.
Η παρούσα εισήγηση θα επιχειρήσει να αναλύσει τη σκηνοθετική εργασία του Σπύρου Ευαγγελάτου στην αισχύλεια τραγωδία Πέρσες που ανέβασε με το Κ.Θ.Β.Ε. και την κριτική αποτίμησή της στον Τύπο της εποχής. Κατά πόσο εντοπίστηκε η σκηνοθετική πρόθεση και με ποια κριτήρια αξιολογήθηκε; Ποια σημεία της παράστασης ξεχώρισαν οι κριτικοί και πού στάθηκαν στην κριτική τους; Τι καινούργιο εισήγαγε στη θεατρική σκηνή με αυτή τη σκηνοθεσία ο Σπύρος Ευαγγελάτος και κατά πόσο η σκηνοθετική πρόθεση σημειώθηκε ή αποσιωπήθηκε από τον κριτικό λόγο στην τελική αποτίμηση της παράστασης; Ποια είναι η δομική διάρθρωση των κριτικών και τελικά πόσος χώρος αφιερώνεται από τον κάθε γράφοντα στην αξιολόγηση του παραστασιακού γεγονότος; Ποια είναι τα έντυπα που επιλέγουν να αφιερώσουν χώρο στο καλλιτεχνικό δημιούργημα και ποια στοιχεία αντλούν από τη φιλολογική και -μετέπειτα- θεατρολογική φαρέτρα τους για να το πλαισιώσουν και να το ερμηνεύσουν; Ο περιγραφικός λόγος που ενυπάρχει και εντοπίζεται σε αρκετές από τις κριτικές, είναι σε θέση να αποδώσει με ακρίβεια το σκηνικό γεγονός και να το μεταφέρει αυτούσιο στον αναγνώστη και στον εν δυνάμει θεατή; Αυτά είναι μερικά ερωτήματα που θα επιχειρήσει να απαντήσει η παρούσα εισήγηση.
12. Διακουμοπούλου Κατερίνα,
Η παράσταση Iphigenia at Aulis, σε σκηνοθεσία του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, στο McCarter Theater στο Princeton, το 1982. Οι μηχανισμοί καλλιτεχνικής μετάκλησης ενός προπομπού καινοτομίας.
Η παρούσα ανακοίνωση επιδιώκει να διερευνήσει ένα ανεξερεύνητο πεδίο της δράσης του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου που σχετίζεται με τις εκτός ελλαδικού χώρου σκηνοθεσίες και συγκεκριμένα με την παραγωγή της Iphigenia at Aulis του Ευριπίδη, η οποία σηματοδότησε το αμερικάνικο ντεμπούτο του Έλληνα σκηνοθέτη στο θέατρο McCarter του Πανεπιστημίου του Princeton το 1982. Η ανακοίνωση θα αναζητήσει τις προϋποθέσεις, τις προεργασίες και τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην ιστορική αυτή μετάκληση του σκηνοθέτη στο New Jersey.
13. Διαμαντάκου Καίτη, Εκκλησιάζουσες 1969 - Λυσιστράτη 2014: Ο αριστοφανικός κύκλος του μεταφραστή Ευαγγελάτου.
Η ανακοίνωση θα εστιάσει στον Ευαγγελάτο μεταφραστή του Αριστοφάνη, από τις έντεκα σωζόμενες κωμωδίες του οποίου ο Ευαγγελάτος σκηνοθέτησε έξι (Εκκλησιάζουσες, Λυσιστράτη, Βάτραχοι, Πλούτος, Ειρήνη, Νεφέλες, Σφήκες) σε ένα διάστημα σαράντα-πέντε σχεδόν χρόνων 1969-2014. Από αυτές τις έξι κωμωδίες ο Ευαγγελάτος ανα-σκηνοθέτησε και ανα-μετέφρασε δύο φορές τις Εκκλησιάζουσες (1969 και 1998) ενώ το 2014 θα ανα-σκηνοθετούσε τη Λυσιστράτη, που είχε παιχθεί από το Αμφι-Θέατρο το 1976 σε μετάφραση Κώστα Ταχτσή, προοπτική που τελικά δεν ευοδώθηκε στη διπλή της στόχευση καθώς η κωμωδία σκηνοθετήθηκε από τον Τσέζαρις Γκραουζίνις στη νέα μετάφραση του Ευαγγελάτου. Μέσα από τη μελέτη των τριών αυτών μεταφρασμάτων, την αντιβολή των δύο μεταφραστικών-σκηνικών εκδοχών των Εκκλησιαζουσών, την αντιβολή της μετάφρασης της Λυσιστράτης του Ευαγγελάτου (2014) και της Λυσιστράτης του Κώστα Ταχτσή (1976), τη σύγκριση της μεταφραστικής πρότασης του Ευαγγελάτου με τις μεταφραστικές προτάσεις γενικότερα του Κώστα Ταχτσή (Λυσιστράτη 1976, Βάτραχοι 1977, Πλούτος 1978) και του Παύλου Μάτεσι (Ειρήνη 1984, Νεφέλες 1989, Σφήκες 2006), με τους οποίους ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε στο πλαίσιο του Αμφι-Θεάτρου, αλλά και τη σύγκριση των μεταφρασμάτων του Ευαγγελάτου με άλλες προγενέστερες και σύγχρονες (ανα)μεταφράσεις αριστοφανικών έργων (κατά πρώτο και κύριο λόγο του Θρασύβουλου Σταύρου στο πλαίσιο του Εθνικού Θεάτρου και του Μίνου Βολανάκη στο πλαίσιο της Ελληνικής Σκηνής), θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε τo μεταφραστικό ιδίωμα του Ευαγγελάτου κατά την ενδογλωσσική αναδιατύπωση του αριστοφανικού έργου, επιλέγοντας παραδείγματα από διαφορετικές ενδεικτικές κατηγορίες λόγου (λογοπαίγνια, μεταφορές, βωμολοχία, διακειμενικότητα και αναχρονιστικές παρεμβολές/επικαιροποιήσεις) και, εν τέλει, να εντοπίσουμε τη συμβολή αυτού του μεταφραστικού gestus στη νεότερη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική, μεταφραστική και παραστατική, παράδοση του Αριστοφάνη.
14. Ζηροπούλου Κωνσταντίνα, Η δραματουργική προσαρμογή και η σκηνοθεσία της Ερωφίλης από τον Σπύρο Ευαγγελάτο. Οι όροι μιας τολμηρής ακολουθίας.
Η ανακοίνωση κινείται σε δύο αλληλοτροφοδοτούμενους άξονες: Στη μελέτη της διασκευής της τραγωδίας της Ερωφίλης του Γεωργίου Χορτάτση από τον Σπύρο Ευαγγελάτο και στην ανάλυση της ομώνυμης παράστασης σε σκηνοθεσία του ίδιου και συμπαραγωγή Αμφιθεάτρου-Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης το 1996. Ειδικότερα, διερευνάται η σχέση του διασκευασμένου κειμένου με το πρωτότυπο, προσδιορίζονται οι κάθε είδους παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν (περικοπές και προσθήκες στίχων, απαλοιφή προσώπων, συνένωση των δύο Χορών, γλωσσικές αποκλίσεις κ.ά.), η στόχευση που αυτές, καταρχάς, μπορεί να εξυπηρετούν αλλά και το νόημα που παράγεται από τις παρεμβάσεις αυτές στο πλαίσιο της συγκεκριμένης παράστασης. Παράλληλα, αναλύονται οι επιμέρους παράμετροι της παράστασης (σκηνογραφία, μουσική, κίνηση-χορογραφία, υποκριτικός κώδικας) και καταδεικνύεται η λειτουργία τους, φωτίζοντας έτσι τις ανασημασιοδοτήσεις του κειμένου στη νεότερη εποχή και το όλο σκηνοθετικό όραμα. Καταδεικνύεται η εξέχουσα θέση της παράστασης αυτής στο πλαίσιο της ιστορίας της σκηνικής αναβίωσης έργων της Κρητικής Αναγέννησης, στην ιστορία των παραστάσεων του Αμφιθεάτρου αλλά και σε σχέση με τις γενικότερες σκηνικές εξελίξεις της δεκαετίας του ’90 στην Ελλάδα.
15. Ιωαννίδης Γρηγόρης, Η σκηνοθεσία της οφειλής. Ο Φάουστ και ο Άμλετ του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου «εντός» των ανεβασμάτων της Κατερίνας Σπ. Ευαγγελάτου.
Η αντιπαραβολή των Φάουστ και Άμλετ από τον Σπύρο και την Κατερίνα Ευαγγελάτου (1995/2014, 1991/2020) μπορεί πιθανόν να διαφωτίσει αυτή την διαδικασία, καθώς πέρα από την αυτονόητη σχέση μεταξύ των δύο σκηνοθετών, σε αυτή την περίπτωση η συνάφεια των ανεβασμάτων εκδηλώνεται άλλοτε δημιουργικά, με τη μορφή της οφειλόμενης αναφοράς, και άλλοτε ριζοσπαστικά, σαν απελευθερωτική απόσπαση από το πρότυπο. Με αυτόν τον τρόπο οι δύο νεότερες παραγωγές της Κατερίνας Ευαγγελάτου μπορούν πιθανόν να θεωρηθούν σαν ένα ζωντανό "αρχείο" θεάτρου, εντός του οποίου εναποτίθεται και διασώζεται ένα σημαντικό, αν όχι και "ζωντανό", μέρος της διδασκαλίας του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου.
16. Καρρά Κατερίνα, Η Γενοβέφα και το παρελθόν της. Τολμηρές επιλογές στις πρώτες παραστάσεις του Αμφιθεάτρου.
Η Γενοβέφα η Ερημίτης ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα του τέλους του 19ου αιώνα. Ξεκινώντας από λαϊκό ανάγνωσμα, έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα παντομίμα, έργο για παράσταση σε συνοικιακά θέατρα ακόμα και κινηματογραφική ταινία. Κάτω από τον τίτλο Η Γενοβέφα και το παρελθόν της, ο Σπύρος Ευαγγελάτος παρουσίασε τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μια παράσταση βασισμένη στη σύνθεση σύντομων αποσπασμάτων από επτά έργα: τον Χάση του Δημητρίου Γουζέλη, τη Βαβυλωνία του Δημητρίου Βυζάντιου, τη Μερόπη του Δημητρίου Βερναρδάκη, την Τύχη της Μαρούλας και τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας του Δημητρίου Κορομηλά, την όπερα Φλόρα Μιράμπιλις του Σπύρου Σαμαρά και, βέβαια, την αγνώστου συγγραφέα Γενοβέφα, έργο στο οποίο επί χρόνια στηριζόταν το ρεπερτόριο των θιάσων περιοδειών. Πώς ερμηνεύεται μια τέτοια επιλογή που αναμειγνύει τολμηρά το θέατρο πρόζας με το μουσικό θέατρο, το λόγιο θέατρο με τα δημοφιλή λαϊκά θεάματα; Πώς συσχετίζεται με την εποχή της παράστασης αλλά και με την προσωπική καλλιτεχνική πορεία του Ευαγγελάτου; Τι αποτύπωμα άφησε, πώς το δέχτηκε η κριτική και πώς επηρέασε, αν επηρέασε, τις μεταγενέστερες επιλογές του σκηνοθέτη; Η ανακοίνωση θα επιχειρήσει να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα αξιοποιώντας την έρευνα στο αρχείο του σκηνοθέτη, σε άλλα αρχεία, τον Τύπο της εποχής και την υπάρχουσα βιβλιογραφία.
17. Κονομή Mαρία, Σκηνογραφικές και ενδυματολογικές εκδοχές της μεταθεατρικότητας στις παραστάσεις του Αμφι-Θεάτρου.
Η μεταθεατρικότητα αποτέλεσε μια γόνιμη οδό μέσω της οποίας οι καλλιτέχνες του θεάτρου του 20ού αιώνα αμφισβήτησαν και επαναδιατύπωσαν τους όρους της θεατρικής συνθήκης και της σκηνικής πράξης, τόσο κατά την περίοδο του μοντερνισμού όσο και κατά τη μεταπολεμική νεοπρωτοπορία. Το μεταθέατρο, -ως όρος ανοιχτός και αμφίσημος- εστιάζει «στο ίδιο το θέατρο, που «μιλά» κατά συνέπεια για τον εαυτό του κι «αυτοπαρουσιάζεται», κάτι που γίνεται πολύ καθαρό και άμεσο λ.χ. με την τεχνική του «θεάτρου εν θεάτρω», αλλά μπορεί να διατυπωθεί και με άλλους πιο έμμεσους τρόπους. Στο ελληνικό θέατρο, οι σκηνοθετικές προσεγγίσεις του Σπύρου Ευαγγελάτου στις παραστάσεις του Αμφι-Θέατρου εκμεταλλεύνται πολύ συχνά αυτόν τον δημιουργικό και ερευνητικό άξονα, ενώ αρκετές σκηνογραφικές και ενδυματολογικές τους διατυπώσεις (κυρίως από τον στενό συνεργάτη του Ευαγγελάτου σκηνογράφο-ενδυματολόγο Γιώργο Πάτσα) συνδιαμορφώνουν και υποστηρίζουν ουσιαστικά τις σκηνικές αυτές πρακτικές συμβάλλοντας καθοριστικά στην επιτυχία της παράστασης και την ευνοϊκή πρόσληψή της από την κριτική και το κοινό. Ως ενδεικτικές περιπτώσεις μελέτης υπό την οπτική της σκηνογραφικής-ενδυματολογικής απόδοσης της μεταθεατρικότητας θα συζητηθούν ορισμένες παραστάσεις του Αμφι-Θέατρου, όπως ενδεικτικά Ερωτόκριτος, Ιφιγένεια εν Ληξουρίω, Επιτρέποντες, κ.ά., διερευνώντας παράλληλα τη δυνατότητα συγκρότησης σκηνογραφικών και ενδυματολογικών τυπολογιών σε σχέση και με υπάρχουσες τυπολογίες του μεταθεάτρου.
18. Λακίδου Ίλια, Το Αμφι-θέατρο ως θέατρο: ο μόνιμος χώρος καλλιτεχνικής δράσης του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου στην Αθήνα (Πλάκα).
Ποιο είναι το Αμφι-θέατρο, το θεατρικό κτήριο που δεξιώθηκε μεγάλο μέρος της θεατρικής δραστηριότητας του σκηνοθέτη Σπύρου Α. Ευαγγελάτου; Θα παρουσιαστούν όλες οι αρχιτεκτονικές πληροφορίες του θεάτρου στην Πλάκα (συνολική δομή χώρου, η σκηνή, ο χώρος του κοινού, οι εξυπηρετήσεις κοινού και καλλιτεχνών) σε αντιδιαστολή με τα χειμερινά και θερινά θέατρα που δεξιώθηκαν το έργο του σκηνοθέτη έως το 1984 οπότε και εγκαταστάθηκε το «Αμφι-θέατρο» στο συγκεκριμένο κτήριο. Επίσης θα εξεταστεί η σχέση του θεάτρου με τα υπόλοιπα θεατρικά κτήρια που λειτουργούν την ίδια περίοδο, πότε και γιατί αναπτύσσεται ένας δεύτερος σκηνικός χώρος στο ίδιο οίκημα («Είσοδος Κινδύνου») καθώς και η σημερινή κατάσταση του θεάτρου.
19. Λιαπής Βάιος, Ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος ως μεταφραστής της αρχαίας τραγωδίας.
Η παρούσα ανακοίνωση έχει ως θέμα της τις μεταφράσεις τεσσάρων ευριπίδειων τραγωδιών που εκπόνησε ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος (Ανδρομάχη, Εκάβη, Ίων, Μήδεια). Θα συζητηθούν οι μορφολογικές επιλογές του μεταφραστή (με ιδιαίτερη έμφαση στον έρρυθμο ή και έμμετρο χαρακτήρα των μεταφράσεων) και θα αναλυθούν δειγματοληπτικά μεταφραστικές λύσεις που έδωσε ο Ευαγγελάτος σε δύσκολα ή απαιτητικά χωρία των εν λόγω δραμάτων. Θα επιχειρηθεί, τέλος, μια αναγωγή στις γενικές αρχές (στον βαθμό που μπορούν να ανασυντεθούν), οι οποίες διέπουν τις εν λόγω μεταφράσεις.
20. Μαυρολέων Άννα, Άλκηστις – Κύκλωψ (1974) στα σύνορα της κωμωδίας.
Η εισήγηση θα επιχειρήσει να προσεγγίσει την ανάγνωση του Σπύρου Ευαγγελάτου στα ευριπίδεια έργα Άλκηστις και Κύκλωψ. Στην ενιαία παράσταση του Εθνικού Θεάτρου το 1974, ο σκηνοθέτης αναδεικνύει την διάσταση του σατυρικού στοιχείου με όρους λαϊκού θεάτρου. Με άξονα την δημοτική παράδοση επιχειρεί να τοποθετήσει τους αρχαίους μύθους μέσα στην ατμόσφαιρα λαϊκού πανηγυριού σε μία εποχή κοινωνικών και πολιτικών αναπροσδιορισμών. Υπογραμμίζει το στοιχείο της «τραγικωμωδίας» στην Άλκηστη και συνδέει τον Κύκλωπα με το θέατρο Σκιών, τοποθετώντας το εγχείρημα «στα σύνορα της κωμωδίας», όπως ο ίδιος επισημαίνει σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή (7/7/1974).
21. Μιχαλόπουλος Παναγιώτης, Από το χειρόγραφο στη σκηνή: το εύφορο έδαφος της σκηνοθετικής τέχνης του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου. Η περίπτωση του Αμύντα.
Η εισήγηση επικεντρώνεται στη σύμπραξη επιστήμης και τέχνης που χαρακτηρίζει εκτενές μέρος του σκηνοθετικού έργου του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου και εστιάζεται στη σκηνοθεσία του έργου Αμύντας του Γ. Μόρμορη, ελεύθερης ανάπλασης της ποιμενικής κωμωδίας του Torquato Tasso Aminta, στο Ηρώδειο το 2016. Η εργασία του Ευαγγελάτου, είτε ως dramaturg είτε ως ιστορικού και φιλολόγου, που συμπορεύεται και συνδιαλέγεται με την ερμηνευτική σύλληψη και τη σκηνική υλοποίηση, εντοπίζεται πρωτίστως στα παλαιότερα ελληνικά (θεατρικά και μη) κείμενα. Ωστόσο, συχνά διαπιστώνεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και σε άλλα είδη του ευρύτατου ρεπερτορίου που παρουσίασε σε πενήντα πέντε χρόνια σκηνοθετικής δραστηριότητας. Η ενασχόληση του σκηνοθέτη με τον Αμύντα (τόσο ως κείμενο όσο και ως παράσταση) αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των σχέσεων παραλληλίας επιστημονικής έρευνας και σκηνικής πράξης. Ο Ευαγγελάτος ασχολήθηκε επιστημονικά για δεκαετίες με το κείμενο και τον συγγραφέα του, από το 1969 που δημοσίευσε μελέτη με την οποία απέδωσε με βεβαιότητα τη μετάφραση στον Κυθήριο ποιητή έως το 2012 που ολοκλήρωσε την κριτική έκδοση του έργου. Με αφορμή την παρουσίαση του έργου στο Ηρώδειο (παραγωγή στην οποία έμελλε να υπογράψει την τελευταία σκηνοθεσία του), προέβη σε διασκευή του κειμένου, που δημοσιεύτηκε και κατέστησε το έργο του Μόρμορη ακόμα πιο προσιτό στο ευρύ κοινό. Στην εισήγηση θα επιχειρηθεί, αφενός, να προβληθούν τα κύρια χαρακτηριστικά της σκηνοθεσίας και, αφετέρου, να υποστηριχθεί πως για τον βασικό σχεδιασμό της ο Ευαγγελάτος, μεταξύ άλλων επιλογών, επανήλθε σε μια παλαιότερη, πρωτότυπη σκηνοθετική σύλληψή του (Επιτρέποντες του Μενάνδρου, Επίδαυρος 1980), με αποτέλεσμα μία ενδιαφέρουσα «συνομιλία» ανάμεσα σε δύο σκηνοθεσίες που απείχαν μεταξύ τους τριάντα έξι χρόνια.
22. Mπλέσιος Αθανάσιος, Η Θεοφανώ του Άγγ. Τερζάκη στο «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου.
Ο Σπ. Ευαγγελάτος ανέβασε τη Θεοφανώ του Άγγ. Τερζάκη το 1996. Η παράσταση αυτή προφανώς αποτελεί την απάντηση του σκηνοθέτη στις μεταπολεμικές παραστάσεις του έργου στο Εθνικό Θέατρο (1956, 1971), με σκηνοθέτη τον Κωστή Μιχαηλίδη. Η ανακοίνωση στοχεύει στην ανάδειξη σημαντικών πτυχών της τραγωδίας του Τερζάκη σε σχέση με τη σκηνοθετική προσέγγιση του έργου από τον Σπ. Ευαγγελάτο. Επιπλέον, θα αναζητηθούν οι διαφοροποιήσεις των σκηνικών αποδόσεων του έργου από το Εθνικό Θέατρο και το Αμφιθέατρο και συγχρόνως θα γίνει προσπάθεια ερμηνείας και αξιολόγησής τους, με έμφαση στις σκηνοθετικές επιλογές του Σπ. Ευαγγελάτου.
23. Μπόμπας Κωνσταντίνος, Χαμένα έργα και σωζόμενα αποσπάσματα - αποσυνδέοντας και επανασυνδέοντας την «πραγματικότητα» της αρχαίας τραγωδίας. Oι δραματικές προσεγγίσεις των αποσπασμάτων του Αισχύλου (Ψυχοστασία) και της Υψιπύλης του Ευριπίδη.
Είναι προφανές το ενδιαφέρον του Σ. Ευαγγελάτου για χαμένα ή λιγότερο γνωστά έργα τόσο από την ελληνική αρχαιότητα όσο και από το νεοελληνικό ή ακόμη και το παγκόσμιο θέατρο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη θέση κατέχουν θεατρικά κείμενα τα οποία μας έχουν παραδοθεί σε αποσπασματική μορφή όπως τα αποσπάσματα από χαμένα έργα του Αισχύλου που παρουσιάστηκαν με τον τίτλο Ψυχοστασία στο Ηρώδειο το 1979 και η Υψιπύλη του Ευριπίδη στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου το 2008. Η προτεινόμενη ανακοίνωση εστιάζει στη λειτουργία του αποσπάσματος τόσο στην δραματική του όσο και στην κειμενική του προοπτική ως βασικού διαμεσολαβητικού παράγοντα ο οποίος ρυθμίζει και παράλληλα αποδομεί τη θεατρική πράξη στις προαναφερθείσες κυρίως θεατρικές προτάσεις του Σ. Ευαγγελάτου. Ταυτόχρονα, επιχειρείται μια εκ νέου γενική οριοθέτηση της έννοιας του αποσπάσματος (fragment) σε ένα θεωρητικό επίπεδο με την εγγραφή του στην ιδιόρρυθμη διαλεκτική σχέση του όλου και του μέρους καθώς και την εξέταση της συμβολής του στον σημασιολογικό επαναπροσδιορισμό της συνέχειας ή της ρήξης.
24. Μπουσιοπούλου Θάλεια, Ο ρεαλισμός του θαύματος: η ευτυχής συνάντηση του Σπύρου Ευαγγελάτου με τον Παύλο Μάτεσι στον Περιποιητή φυτών.
Το 1989, όταν παρουσιάζεται από το Εθνικό θέατρο ο Περιποιητής φυτών του Παύλου Μάτεσι σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, συντελείται μια ουσιαστική και αποφασιστικής σημασίας στροφή στη δημιουργική πορεία τόσο του συγγραφέα όσο και του σκηνοθέτη. Για τον Παύλο Μάτεσι είναι το πρώτο έργο τού οποίου η θεματική αποδεσμεύεται πλήρως από την «ελληνικότητα»· ο συγγραφέας είναι πια «μόνος, χωρίς Ελλάδα», μόνο με «την Ελλάδα του Ηράκλειτου για συνοδό και παρέα». Την ίδια στιγμή, ο Περιποιητής φυτών είναι το έργο που επιλέγει ο Σπύρος Ευαγγελάτος για την πρώτη του σκηνοθεσία σύγχρονου νεοελληνικού δράματος. Κοινή τους στόχευση, μέσω της ποιητικότητας του λόγου και των εικόνων, της αδιάλειπτης έντασης μεταξύ του ονειρικού και του γκροτέσκο, του μαγικού και του ρεαλιστικού, είναι η διαμόρφωση ενός τοπίου, διανοητικού και σκηνικού, όπου τίθενται επιτακτικά το αίνιγμα της ύπαρξης, το δέος του θανάτου, η θεατρικότητα του βίου και ο βίος ως θέατρο.
25. Παντουβάκη Σοφία, Μια λυρική «αφηρημένη ενότητα»: Η συνεργασία Σπύρου Ευαγγελάτου και Γιώργου Πάτσα για την όπερα Κώστας Καρυωτάκης του Μίκη Θεοδωράκη
Η παγκόσμια πρώτη παρουσίαση της δίπρακτης όπερας Κώστας Καρυωτάκης του Μίκη Θεοδωράκη, σε λιμπρέτο του ίδιου βασισμένο σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη και Κώστα Βάρναλη, πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1987 στην Εθνική Λυρική Σκηνή σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου και σκηνογραφία-ενδυματολογία του Γιώργου Πάτσα. Η αφήγηση της όπερας εξελίσσεται αποσπασματικά και μεταπηδά χρονικά σε γνωστά γεγονότα και περιόδους της ελληνικής ιστορίας χωρίς χρονολογική ακολουθία. Ξεκινά από το 1928, συνεχίζει στο 1942, στη συνέχεια πηγαίνει στο 1850, γυρίζει στο 1948 και καταλήγει στο 1980, χρονολογία περίπου σύγχρονη με το έτος δημιουργίας του έργου. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του ίδιου του συνθέτη, τα πρόσωπα της όπερας είναι «εφήμερα» και «συμβολίζουν μια στιγμή μέσα στη ροή της ιστορίας». Στόχος του είναι να χρησιμοποιήσει πρόσωπα και γεγονότα από το μυθικό και συμβολικό κόσμο της Ελλάδας – αρχαία, νεότερα και σύγχρονα – για να βοηθήσει τον λαό «να δει μέσα από τα σύμβολα την ουσία της ζωής του». Ο Σπύρος Ευαγγελάτος αντιμετώπισε το έργο ως «μια ονειρική σύλληψη», στην οποία εναλλάσσονται λυρικά, γκροτέσκα και δραματικά στοιχεία μαζί με ρεαλιστικές, ιστορικές και πολιτικές εμπειρίες «σε μια ‘αφηρημένη’ ενότητα». Η παρούσα ανακοίνωση εστιάζει στη συνεργασία σκηνοθέτη και σκηνογράφου για την σκηνική απόδοση του έργου στο πρώτο του ανέβασμα. Πρόκειται για μια σύνθεση ετερόκλιτων σκηνογραφικών στοιχείων που παραπέμπουν στην ελληνική φύση σε συνδυασμό με ιστορικά αρχιτεκτονικά θραύσματα, και ταυτόχρονα, μια ανάμιξη ενδυματολογικών στοιχείων από διαφορετικές χρονικές περιόδους, ανάλογα με τη μετατόπιση της δραματουργίας. Η ανάλυση που προσφέρει η ανακοίνωση βασίζεται στην από σκηνογραφική κι ενδυματολογική σκοπιά μελέτη του λιμπρέτου, που αποτυπώνει τις προθέσεις του συνθέτη, σε συνδυασμό με την ερμηνεία του τελικού σκηνικού αποτελέσματος μέσα από τα σχέδια του σκηνογράφου και τις φωτογραφίες σκηνής. Συμπληρωματικά, γίνεται μια αποτίμηση της πρόσληψης της παραγωγής μέσα από τις κριτικές στον τύπο.
26. Πετράκου Κυριακή, O Ευαγγελάτος ως θεατρικός συγγραφέας: το πατριωτικό δράμα του Νικόλαος Γαλάτης.
Το 1963 (μάλλον) ο Ευαγγελάτος έγραψε ένα δράμα για τον ενθουσιώδη αλλά ανερμάτιστο επαναστάτη Νικόλαο Γαλάτη, από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που δολοφονήθηκε ή εκτελέστηκε από τα άλλα μέλη της, για λόγους που παραμένουν ακόμα αδιευκρίνιστοι. Παραστάθηκε το 1964 από το ΚΘΒΕ και είχε κριτική ανταπόκριση. Παρουσίαση και ανάλυση του δυσεύρετου και λησμονημένου σήμερα έργου, της κριτικής αποδοχής του και της επίδρασης του Έγκμοντ του Γκαίτε σ’ αυτό.
27. Πεφάνης Π. Γιώργος, Κωμικοί δρόμοι στην Ιφιγένεια εν Ληξουρίω του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου.
28. Πούχνερ Βάλτερ, Ο Σπύρος Ευαγγελάτος dramaturg του ελληνικού προεπαναστατικού θεάτρου.
29. Ρεμεδιάκη Ιωάννα, Αίας, Τραχίνιες, Αντιγόνη: σκηνοθετώντας τον έρωτα και την πολιτική.
Το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να φωτίσει την σκηνοθετική προσέγγιση του Σπ. Ευαγγελάτου σε τρεις σοφόκλειες τραγωδίες, τον Αίαντα, τις Τραχίνιες και την Αντιγόνη, τις οποίες διαπερνούν, ρητά ή άρρητα, οι άξονες του έρωτα και της πολιτικής. Οι τρεις παραστάσεις, που εκτείνονται χρονικά σε είκοσι χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας, αποκαλύπτουν στο βαθμό του εφικτού τη ζωογόνα ματιά ενός σκηνοθέτη-ερευνητή που ασχολήθηκε διεξοδικά και επίμονα με το αρχαίο δράμα.
30. Ριτσάτου Κωνσταντίνα, Η επιστροφή και τα διλήμματα μιας αιωνόβιας Μαρίας: οι δυο σκηνοθεσίες της Μαρίας Δοξαπατρή του Σπύρου Ευαγγελάτου.
Τον τελευταίο μήνα του 1865, ο Παντελής Σούτσας (Δοξαπατρής) και η Πιπίνα Βονασέρα (Μαρία Δοξαπατρή) ανέβαζαν για πρώτη φορά στην αθηναϊκή σκηνή το νεανικό δράμα του Δημητρίου Ν. Βερναρδάκη, Μαρία Δοξαπατρή. Το έργο, μαζί με τα «Προλεγόμενα περί εθνικού ελληνικού δράματος και ιδίως του παρόντος» που χαρακτηρίστηκαν δεύτερο μανιφέστο του ελληνικού Ρομαντισμού, αποτυπώνουν τον πρωτοβάθμιο ενθουσιώδη εναγκαλισμό έργων του Σαίξπηρ, αν και η δράση τοποθετείται στην εισβολή των Φράγκων σταυροφόρων στην Πελοπόννησο (αρχές 13ου αιώνα), αντλώντας έμπνευση από το μεσαιωνικό Χρονικό του Μωρέως. Από εδώ ξεκινούν τα αδυσώπητα διλήμματα της Μαρίας, όταν ερωτεύεται παράφορα τον αλλόθρησκο κατακτητή της πατρίδας της, τον Γουλιέλμο Καμπανίτη. Σχεδόν έναν αιώνα μετά την πρώτη παράσταση, ο μόλις εικοσιτριών ετών Σπύρος Ευαγγελάτος, ιδρυτής κιόλας της «Νεοελληνικής Σκηνής», δοκιμάζει τις δυνάμεις του στη διασκευή και τη σκηνοθεσία του ίδιου έργου (1963). Πρόκειται για τη δεύτερη επαγγελματική εργασία του σκηνοθέτη, ο οποίος αναλαμβάνει και τον κεντρικό ρόλο του Γουλιέλμου. Μια πενταετία αργότερα, το 1968, σκηνοθετεί το ίδιο πεντάπρακτο δράμα του Μυτιληνιού συγγραφέα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο πλαίσιο των Δημητρίων. Στις αρχές του 21ου αιώνα, εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του Βερναρδάκη, αποτιμώντας αυτή την παράσταση, ο Ευαγγελάτος απαντούσε σε ένα άλλο καίριας σημασίας δίλημμα: πρέπει να «μεταγλωττίζονται» ή όχι τα θεατρικά έργα που είναι γραμμένα στη καθαρεύουσα; Και μιλούσε για «απίστευτη επιτυχία -και εμπορική- που εκτός απ’ τη Θεσσαλονίκη παίχθηκε σε πολλές πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης». Η παρούσα μελέτη συγκεντρώνει το αρχειακό υλικό των δύο παραστάσεων (βιβλία υποβολείου, προγράμματα, αφίσες, δημοσιεύματα, κ.ά.), δίνοντας έμφαση στην όψη (μακέτες σκηνικών, κοστούμια, ηχητικά ντοκουμέντα, φωτογραφίες, κ. ά.), για να διερευνήσει πτυχές της πρώιμης καλλιτεχνικής εργασίας του Ευαγγελάτου σε ελληνικά έργα άλλων εποχών, στη περίπτωσή μας, του 19ου αιώνα. Στη συνέχεια αποπειράται να κωδικοποιήσει τις σκηνικές του αναζητήσεις σε κείμενα, που μετά από σημαντική παλαιότερη σκηνική παρουσία παραμερίστηκαν -όπως συμβαίνει με τη Μαρία Δοξαπατρή- ή σε έργα που παραμένουν σχεδόν άγνωστα, ακόμα και στους εγχώριους κύκλους που συνδέονται στενά με τη θεατρική τέχνη. Η ανακοίνωση επιχειρεί να θέσει μια ακόμα ψηφίδα στη μελέτη της συμβολής του σκηνοθέτη στην πορεία του ελληνικού θεάτρου.
31. Σαμπατακάκης Γιώργος, Βάκχαι 1975: Η πολιτική Ηθική της τραγωδίας.
Η προτεινόμενη εισήγηση θα προσπαθήσει να μελετήσει ιδεολογικά και παραστασιολογικά μια τομή μετάβασης (από κάτι προς κάτι Άλλο) όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη σκηνοθετική μέθοδο του Σπύρου Ευαγγελάτου, αλλά και σε ό,τι αφορά την πολιτισμική σημασία της τραγωδίας στην αυγή της Μεταπολίτευσης (δίνοντας έμφαση στις Βάκχες από το Εθνικό Θέατρο το 1975).
32. Σειραγάκης Μανώλης, Μια πρωτοποριακή κίνηση θεατρικής αποκέντρωσης; Η Ερωτική πίστη του Αντώνιου Πάντιμου στο Αναγεννησιακό Φεστιβάλ Ρεθύμνου (1994).
Το θέατρο στην επαρχία και η μελέτη της θεατρικής ιστορίας των επιμέρους επαρχιακών πόλεων αποτελεί ακόμα και σήμερα, παρά τα όποια σημαντικά βήματα, ένα από τα πιο σημαντικά desiderata της θεατρολογικής έρευνας για τον 20ο και 21ο αιώνα στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή η σχετικά πρώιμη πρωτοβουλία του Σπύρου Ευαγγελάτου και του Αμφιθεάτρου το 1994 να συμφωνήσουν σε συμπαραγωγή της παγκόσμιας πρεμιέρας της Ερωτικής Πίστης [Amorosa Fede] του Αντώνιου Πάντιμου αποκτά ειδικό βάρος. Για τους κριτικούς του κέντρου που είδαν την παράσταση παιγμένη στο Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο το διακύβευμα ήταν η παρουσίαση ενός ακόμα έργου από την δεξαμενή του Κρητοεπτανησιακού θεάτρου. Η συμβολή του Ευαγγελάτου στη γνωριμία ενός ευρύτερου -θεατρικού αυτή τη φορά- κοινού με τα εν πολλοίς άγνωστα έργα της σχετικής ομάδας έχει αναγνωριστεί ομόφωνα και αποτελεί μια από τις βασικότερες συνεισφορές του μεγάλου επτανήσιου σκηνοθέτη στην οικοδόμηση του νεοελληνικού θεάτρου. Αυτό που σκοπεύει να εξετάσει η εισήγηση είναι η ειδική απήχηση μιας τέτοιας συνεργασίας σε μια τοπική κοινότητα με μικρότερη θεατρική εξοικείωση με τη σύγχρονη δραματουργία και θεατρική πράξη γενικά αλλά με μια σχετική εξειδίκευση στην Κρητοεπτανησιακή θεατρική παραγωγή ειδικά, αφού στο Αναγεννησιακό Φεστιβάλ που το 1994 έτεινε προς την συμπλήρωση της πρώτης δεκαετίας ζωής του τα έργα του κύκλου αυτού κατείχαν πάντα κεντρική θέση. Ας σημειωθεί επίσης ότι τη χρονιά που μιλάμε οι αρκετά διαδεδομένες σήμερα συμπαραγωγές μεταξύ μεγάλων θεατρικών οργανισμών του κέντρου και πολιτισμικών οργανισμών της περιφέρειας ήταν κάτι που δοκιμαζόταν πιλοτικά και δεν είχε το χαρακτήρα κλασικής συνταγής όπως σήμερα. Αντίστοιχη στόχευση μεγάλου θεατρικού οργανισμού του κέντρου ειδικά στο κοινό μιας επαρχιακής πόλης είχε να γίνει από την περίοδο της επίσκεψης του Εθνικού Θεάτρου το 1966 με το Ηφαίστειο του Παντελή Πρεβελάκη.
33. Ταμπάκη Άννα, «Ο Φιάκας. Κωμωδία εις Μέρη δύο υπό Δ.Κ. Μισιτζή»: Δραματουργική προσέγγιση και παράσταση
Η πολυπαιγμένη και εξαιρετικά δημοφιλής αυτή κωμωδία, οργανικό προϊόν των πολιτιστικών συσσωματώσεων (Φιλολογικών Συλλόγων και Λεσχών) της Κωνσταντινούπολης του τέλους του 19ου αιώνα, εντάσσεται ειδολογικά στην πλούσια παράδοση της κωμωδίας ηθών και παίζεται σε όλον τον ελληνικό χώρο ως μονόπρακτη, στο δεύτερο δηλαδή μέρος της παράστασης, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Δημιούργημα, με στόχο σαφώς ηθικοδιδακτικό, του λόγιου διδασκάλου Δημοσθένη Μισιτζή, του οποίου έχουμε και άλλα δείγματα θεατρικής γραφής, απολαμβάνει μια ιδιόμορφη τύχη, καθώς στις αρχές του 20ού αιώνα περνά στη σφαίρα της λαϊκής λογοτεχνίας, συχνά δε τμήματά της αποστηθίζονται από τους φανατικούς αναγνώστες και θεατές της. Έχοντας ενσκήψει ερευνητικά στο έργο, πώς αντιμετωπίζει ο ευφυής σκηνοθέτης αυτή τη δισημία στην παράστασή του;
34. Tentorio Gilda, Ο Σπύρος Ευαγγελάτος και η Ιταλία.
Η σχέση του Σπύρου Ευαγγελάτου με την Ιταλία υπήρξε πολυετής και ιδιαιτέρως στενή. Στόχος της παρούσας εισήγησης είναι να ακολουθήσει τα ίχνη του διακεκριμένου σκηνοθέτη του θεάτρου και μελετητή Σπύρου Ευαγγελάτου στην Ιταλία: στη Βενετία πραγματοποίησε, από τα νεανικά του χρόνια και ως το τέλος της ζωής του, φιλολογικές και ιστορικές έρευνες, στη Ρώμη παρουσίασε τους Επιτρέποντες του Μενάνδρου το 1984, στο Μπάρι συμμετείχε σε ένα διεθνές συνέδριο το 1994. Έλαβε τιμητικές διακρίσεις από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας (το 1994 και το 2004) για τη συμβολή του στη σύσφιξη των ελληνο-ιταλικών πολιτιστικών σχέσεων και την προώθηση του ιταλικού πολιτισμού στην Ελλάδα. Με τη συλλογή και την παρουσίαση αυτών και άλλων σπαρμένων «ψηφίδων», η εισήγηση θα επιχειρήσει να φωτίσει νέες πτυχές της δραστηριότητας του Ευαγγελάτου και της επίδρασης του έργου του έξω από τα σύνορα της Ελλάδας.
35. Τουμασάτος Ηλίας, Ο Σπύρος Ευαγγελάτος και το ιαπωνικό θέατρο: Οι μάχες του Κοξίνγκα.
Το 1982 ο Σπύρος Ευαγγελάτος σκηνοθετεί τις Μάχες του Κοξίνγκα του Τσικαμάτσου Μονζαεμόν, έργο του κλασικού ιαπωνικού θεάτρου γραμμένο για κουκλοθέατρο (Μπουνρακού), σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοτζιά, σκηνικά και κοστούμια Γιώργου Πάτσα, φέρνοντάς το επί σκηνής με ηθοποιούς (Στέφανος Κυριακίδης, Άννα Μακράκη, Λήδα Τασοπούλου κ.α.). Η ανακοίνωση θα επιχειρήσει να εστιάσει στην προσέγγιση του Ευαγγελάτου σε ένα εξω-ευρωπαϊκό θεατρικό είδος, η οποία, άλλωστε, αποτέλεσε, χρόνια αργότερα και αντικείμενο πανεπιστημιακής διδασκαλίας από τον ίδιο. Το ενδιαφέρον και η αγάπη του Ευαγγελάτου για όλες τις εκφάνσεις της θεατρικής τέχνης δεν περιορίζεται στην ακαδημαϊκή του προσέγγιση, αλλά στην ουσιαστική "γνωριμία" του κοινού με άγνωστα σε αυτό θεατρικά είδη, εγχείρημα το οποίο τον είχε απασχολήσει σε μεγάλο μέρος της σκηνοθετικής του σταδιοδρομίας.
36. Τσιντζιλώνη Στεριανή, Χορογραφικές συνεργασίες στο έργο του Σ. Ευαγγελάτου.
Η προτεινόμενη εισήγηση επιδιώκει να προσεγγίσει τη χορογραφία στο έργο του Σπύρου Ευαγγελάτου έχοντας ως βάση συνεντεύξεις με χορογράφους και ανάλυση βιντεοσκοπημένου υλικού. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί σε παραδείγματα συνεργασιών του με χορογράφους για έργα αρχαίας τραγωδίας. Η ίδια η χορογραφία αλλά και η συνεργασία του με τους χορογράφους μελετώνται εδώ ως δύο διαφορετικά αλλά σχετιζόμενα επίπεδα της σκηνοθετικής του πράξης. Η εισήγηση αποβλέπει σε μια πρώτη αναδίφηση της χρήσης της κίνησης, του σώματος και της χορογραφίας στο σκηνοθετικό του έργο.
37. Φανουράκη Κλειώ, Σπύρος Ευαγγελάτος, ο δάσκαλος. Μνήμες και στιγμιότυπα.
Στην παρούσα ανακοίνωση θα αναδειχθούν στιγμές και εμπειρίες θεατρολόγων και ηθοποιών που συνάντησαν στη φοιτητική και επαγγελματική τους πορεία τον Σπύρο Ευαγγελάτο ως “δάσκαλο”. Θα δοθεί έμφαση στις στιγμές εκείνες που οι μνήμες ζωντανεύουν τη θεατρική πράξη και οι αφηγήσεις τις στιγμές μαθημάτων, προβών, συζητήσεων και μοναδικών συναντήσεων. Η ανακοίνωση θα έχει τη μορφή ντοκιμαντέρ και θα αξιοποιηθούν ποιοτικές προσεγγίσεις έρευνας που θα στηριχθούν σε συνεντεύξεις προσώπων καθώς και στην ανάλυση περιεχομένου και αφηγήσεων.